συγκεράσει

συγκεράσει
συγκεράννυμι
mix
aor subj act 3rd sg (epic)
συγκεράννυμι
mix
fut ind mid 2nd sg
συγκεράννυμι
mix
fut ind act 3rd sg
συγκερά̱σει , συγκεράω
mix
aor subj act 3rd sg (attic epic)
συγκερά̱σει , συγκεράω
mix
aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
συγκερά̱σει , συγκεράω
mix
fut ind mid 2nd sg (attic)
συγκερά̱σει , συγκεράω
mix
fut ind act 3rd sg (attic)
συγκερά̱σει , συγκεράω
mix
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
συγκερά̱σει , συγκεράω
mix
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… …   Dictionary of Greek

  • Λουνατσάρσκι, Ανατόλι Βασίλιεβιτς — (Anatoly Vassilievich Lunacharsky, Πολτάβα 1875 – Μεντόν 1933). Ρώσος συγγραφέας και πολιτικός. Σπούδασε στη Ζυρίχη και κατά την επιστροφή του στη Ρωσία συμμετείχε στην οργάνωση πολιτικών σχηματισμών. Για τη δράση του αυτή, συνελήφθη δύο φορές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”